- ῥηξίχθων
- ῥηξίχθωνbursting forth from the earthmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρηξίχθων — και ῥηξίκθων και ῥησίχθων, ον, Α (συν. ως επίθ. χοίρου) αυτός που ανοίγει ρήγματα, σχισμές στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. δαμασί χθων)] … Dictionary of Greek
ῥηξίχθον' — ῥηξίχθονα , ῥηξίχθων bursting forth from the earth masc acc sg ῥηξίχθονι , ῥηξίχθων bursting forth from the earth masc dat sg ῥηξίχθονε , ῥηξίχθων bursting forth from the earth masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρηξίκθων — ον, Α βλ. ῥηξίχθων … Dictionary of Greek
ρησίχθων — ον, Α βλ. ῥηξίχθων … Dictionary of Greek
ρησιχθόνη — ή, Α προσωνυμία χθόνιας θεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥηξίχθων / ῥησίχθων] … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek